- υδρομετρικός
- -ή, -όπου έχει σχέση με την υδρομέτρηση (βλ. λ.): Yδρομετρικός έλεγχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
υδατομετρικός — ή, ό επίρρ. ά υδρομετρικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)